ξυλοφάγος

ξυλοφάγος
I ο рашпиль
ξυλοφάγος2
II, ος, ο[ν] 1. питающийся древесиной (о насекомых, улитках и т.. п.);
2. (ο ) 1) насекомое, питающееся древесиной; 2):

τα ξυλοφάγα — ксилофаги


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξυλοφάγος" в других словарях:

  • Ξυλοφάγος — eating wood masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφάγος — eating wood masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφάγος — ο, αρσ. και ξυλοφάος και ξυλόφάς (ΑΜ ξυλοφάγος, ον) (για έντομο) αυτός που τρέφεται με ξύλα νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ξυλοφάγος ζωολ. γένος δίθυρων μαλακίων που ζουν σε βυθισμένα κομμάτια ξύλου και είναι διαδεδομένα σε όλες τις θάλασσες 2. το… …   Dictionary of Greek

  • ξυλοφάγος — ο 1. αυτός που τρώει το ξύλο: Ξυλοφάγα σκουλήκια. 2. ξυλουργικό εργαλείο για το φάγωμα, τρίψιμο του ξύλου, αλλ. ράσπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυλοφάγον — ξυλοφάγος eating wood masc/fem acc sg ξυλοφάγος eating wood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφάγα — ξυλοφάγος eating wood neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυλοφάγοι — Ξυλοφάγος eating wood masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφάγοι — ξυλοφάγος eating wood masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυλοφάγον — Ξυλοφάγος eating wood masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυλοφάγου — Ξυλοφάγος eating wood masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφάγου — ξυλοφάγος eating wood masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»